φηρεατικώς

φηρεατικώς
Α
επίρρ. σαν να έχει κανείς φήρεα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φήρεα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φηρεατικός. Οι κώδικες, ωστόσο, παραδίδουν γρφ. φηρία κτητικῶς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”